- Εὐριπίδειος
- Εὐρῑπίδειος , Εὐριπίδειοςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐριπίδειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευριπίδειος — α, ο (ΑΜ εὐριπίδειος, εία, ον) [Ευριπίδης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ευριπίδη και στο έργο του αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ Εὐριπίδειον α) ρητό τού Ευριπίδη β) (ενν. μέτρον) ασυνάρτητος δεκατετρασύλλαβος στίχος … Dictionary of Greek
εὐριπιδείων — εὐριπίδειος of fem gen pl εὐριπίδειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπίδειον — εὐριπίδειος of masc acc sg εὐριπίδειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπιδείοις — εὐριπίδειος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπιδείου — εὐριπίδειος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπιδείῳ — εὐριπίδειος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπίδεια — εὐριπίδειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐριπιδεία — Εὐρῑπιδείᾱ , Εὐριπίδειος of fem nom/voc/acc dual Εὐρῑπιδείᾱ , Εὐριπίδειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπιδεία — εὐριπιδείᾱ , εὐριπίδειος of fem nom/voc/acc dual εὐριπιδείᾱ , εὐριπίδειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)